- στρατωνίζω
- Ν1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνες ή σε άλλα παρόμοιου είδους οικήματα2. παθ. στρατωνίζομαιεγκαθίσταμαι σε κατάλυμα ως στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Επαμ. Σταματιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.