στρατωνίζω

στρατωνίζω
Ν
1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνες ή σε άλλα παρόμοιου είδους οικήματα
2. παθ. στρατωνίζομαι
εγκαθίσταμαι σε κατάλυμα ως στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Επαμ. Σταματιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρατωνίζω — ισα 1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνα: Εκείνη τη μέρα τους στρατώνισαν πρόχειρα. 2. το μέσ., στρατωνίζομαι στρατωνίστηκα, στρατωνισμένος, μένω σε στρατώνα, περνώ τη νύχτα κάπου: Στρατωνίστηκαν στα σπίτια ενός εγκαταλειμμένου χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατωνισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατωνίζω και στρατωνίζομαι, εξασφάλιση στέγης σε στρατεύματα, εγκατάσταση στρατιωτών σε στρατώνες 2. το σύνολο τών καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”